- μεν
- (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι οποίοι κατέρχονται από τους λόφους της Νορμανδίας στο Λουάρ. Η οικονομία της περιοχής βασίζεται κυρίως στη γεωργία, στην κτηνοτροφία βοοειδών και χοίρων και σε μερικές βιομηχανίες (εξόρυξης ανθράκων, ειδών διατροφής, μεταλλομηχανουργίας και χημικών προϊόντων). Οι δύο κυριότερες πόλεις στη Μ. είναι: η Λε Μαν (150.605 κάτ.), πρωτεύουσα του νομού Σαρτ (6.210 τ.χλμ.), κελτική και ύστερα ρωμαϊκή πόλη (Cenomanum), σήμερα σημαντικό εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο (συγκροτήματα μεταλλομηχανουργίας, μεταξύ των οποίων και τα εργοστάσια της αυτοκινητοβιομηχανίας Ρενό, χημικών προϊόντων, υφαντουργίας και ειδών διατροφής) στον ποταμό Σαρτ και γνωστή για την περίφημη αυτοκινητική κούρσα με την ονομασία 24 ώρες του Λε Μαν· η Λαβάλ (53.478 κάτ.), πρωτεύουσα του νομού Μαγέν (5.175 τ.χλμ.), η οποία βρίσκεται στον ποταμό Μαγέν και είναι πλούσια σε αρχαία μνημεία.
* * *(ΑM μέν)(ως αντιθετικός και εναντιωματικός σύνδ.) δεν τίθεται ποτέ στην αρχή προτάσεως, αλλά κανονικά μετά τη λέξη στην οποία υπάρχει ή νοείται αντίθεση και ακολουθείται από τον σύνδεσμο δε, συνήθως για να δηλώσει αντίθεση, πολλές φορές όμως και χωρίς να υπάρχει πραγματική αντίθεση, στις προτάσεις (α. «παῑδες δύο, πρεσβύτερος μὲν Ἀρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῡρος», Ξεν. β. «Ξέρξης μὲν ἄγαγεν..., Ξέρξης δ' ἀπώλεσεν», Αισχύλ.)νεοελλ.1. πολλές φορές αντί τού δε υπάρχει το όμως ή το αλλά («εγώ μεν πήγα, εκείνος όμως δεν ήλθε»)2. φρ. α) «και ο μεν και ο δε» — και αυτός και εκείνος, και ο ένας και ο άλλοςβ) «αφ' ενός μεν» — από τη μια πλευράαρχ.(ως μόριο)1. (χρησιμοποιείται για να εκφράσει βεβαιότητα από την πλευρά τού ομιλητή ή τού συγγραφέα) αληθινά, πράγματι (α. «ὡς μὲν ἐγὼ οἶμαι», Πλάτ.β. «ἀνδρὸς μὲν τόδε σῆμα πάλαι κατατεθνηῶτος», Ομ. Ιλ.)2. ως βεβαιωτικό επίσης συνοδεύεται από διάφορα άλλα μόρια, τα οποία διατηρούν τη δύναμη και τη σημασία τους, όπως: α) «μὲν ῥα», «μὲν ἄρα» — όπως είναι φυσικό, επομένωςβ) «μὲν γάρ», «μὲν γὰρ δή», «μὲν γὰρ τι» — βεβαίως, διότι βεβαίωςγ) «μέν γε» — βεβαίως, δηλαδήδ) «μέν δή»i) για δήλωση θετικής βεβαιότητας αυτού που ομιλεί ή που γράφειii) σε συμπεράσματα ή σε συμπερασματικές εκφράσειςiii) σε αποκρίσεις για δήλωση πλήρους συγκατάνευσηςε) «οὖ μὲν δή» ή «οὐ μὲν δή γε» — με κανέναν τρόπο, καθόλουστ) «μὲν οὖν» με ακολουθία τού δεσε συχνή χρήση, ενώ καθένα από τα μόρια διατηρεί τη δική του δύναμη3. σε συνεκφορά με άλλα μόρια, τα οποία δεν διατηρούν τη σημασία τους, αλλά σχηματίζουν νέα έννοια, όπως: α) «μέν γε» — τουλάχιστον, οπωσδήποτεβ) «μὲν οὖν» και «μενοῡν» και, ιων. τ. «μὲν νῡν»i) εκτεταμένος τύπος τού οὖνii) σε απαντήσεις, για ισχυρότερη βεβαίωση τής ερώτησης με διόρθωση και συμπλήρωσή τηςiii) (σε απαντήσεις, για έκφραση ισχυρής βεβαίωσης) μάλισταγ) «μενοῡν» και «μενοῡν γε»(στην αρχή πρότασης) πράγματι, ναι, μάλισταδ) «μέν τοι» και «μέντοι»i) σε απαγόρευσηii) όμως, αλλά όμωςiii) (σε έντονη διαμαρτυρία) βεβαίωςiv) (σε έντονη και οριστική βεβαίωση) ασφαλώς, βεβαίως, φυσικάν) με άρνηση, για εκφορά ερώτησης με έμφασηvi) σε έκφραση ανυπομονησίαςνii) με προστακτική, για ενίσχυση και εντονότερη έκφραση τής προσταγήςviii) «καί... μέντοι»(σε διηγήσεις, όταν προστίθεται κάτι άξιο λόγου) και λοιπόν, και βέβαια, και που λεςix) στον συνδυασμό «γε μέντοι», το γε ανήκει στην προηγούμενη λέξηx) «αλλά μέντοι» — αλλά αληθινά, αλλά πράγματιxi) στην κράση «μεντἄν» (μέντοι ἂν) καθεμιά από τις λέξεις διατηρεί τη δύναμη και τη σημασία της.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μήν (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.